Ως βιομόριο χαρακτηρίζεται κάθε χημικό μόριο που αποτελεί δομικό ή λειτουργικό συστατικό των οργανισμών, το οποίο παράγεται από αυτούς μέσω του μεταβολισμού.
Τα βιομόρια προκειμένου να συμμετέχουν στη δημιουργία των απαραίτητων σταθερών δομών των οργανισμών θα πρέπει και αυτά να χαρακτηρίζονται ομοίως για τη σταθερότητά τους. Τέσσερα είναι τα χημικά στοιχεία που μετέχουν σε σημαντικό βαθμό στη σύνθεση των βιομορίων: ο άνθρακας, το υδρογόνο, το οξυγόνο και το άζωτο.
Εξετάζοντας τα παραπάνω στοιχεία από χημικής άποψης και βιολογικής καταλληλότητας διαπιστώνεται πως τα άτομα καθενός των παραπάνω στοιχείων παρουσιάζουν ως κοινή ιδιότητα τη μεγάλη ευκολία σχηματισμού ομοιοπολικών δεσμών με αμοιβαία συνεισφορά ηλεκτρονίων.
Σημειώνεται ότι το υδρογόνο χρειάζεται ένα ηλεκτρόνιο για να συμπληρώσει την εξωτερική στοιβάδα του, το οξυγόνο δύο, το άζωτο τρία, και ο άνθρακας τέσσερα, προκειμένου να δημιουργήσουν σταθερό δεσμό (ομοιοπολικό). Παράλληλα όμως, τα παραπάνω στοιχεία κρίνονται ως και τα ελαφρότερα χημικά στοιχεία σε σχηματισμούς ομοιοπολικών δεσμών.
Με δεδομένο λοιπόν ότι η "σταθερότητα ενός ομοιοπολικού δεσμού είναι αντιστρόφως ανάλογη προς το ατομικό βάρος των στοιχείων", που συμμετέχουν σ΄ αυτόν, συμπεραίνεται τελικά πως οι ζωντανοί οργανισμοί έχουν επιλέξει τα ικανότερα στοιχεία για τους αναγκαίους ισχυρούς ομοιοπολικούς δεσμούς τους.