Γλύπτες του 4ου αι. π.Χ. Σκόπας, Ευφράνωρ, Λεωχάρης.

Ο Σκόπας καταγόταν από οικογένεια καλλιτεχνών της γλυπτικής στην Πάρο και τους απογόνους του συναντάμε ως τον 1ο αι. π.Χ. (Σκόπας ο νεότερος). Εργάστηκε για το Ιερό της Αφροδίτης στη Σαμοθράκη, όπου φιλοτέχνησε ένα γλυπτό σύνταγμα με την καθιστή Αφροδίτη να περιβάλλεται εκατέρωθεν από ιστάμενους δαίμονες, τον Πόθο και πιθανότατα τον Ίμερο. Ο Πόθος διασώθηκε σε πολλά ρωμαϊκά αντίγραφα. Ο Σκόπας εργάσθηκε επίσης στο ιερό της Αθηνάς Αλέας στην Τεγέα της Αρκαδίας, πιθανότερα ως αρχιτέκτονας και γλύπτης στο μνημειώδη βωμό του ιερού, o οποίος ήταν αφιερωμένος στον αρκαδικό Δία. Μία πρωτότυπη γυναικεία κεφαλή από αυτόν τον βωμό που ανήκε σε μία Μούσα ή Νύμφη και παλαιότερα είχε θεωρηθεί κεφαλή της θεάς Υγείας, σώζεται σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στην Αθήνα.

Ο Ευφράνωρ από την Κόρινθο έδρασε κυρίως στην Αθήνα και ειδικευόταν σε εικονιστικά και λατρευτικά αγάλματα. Σώζεται ένα πρωτότυπο άγαλμά του, το μαρμάρινο άγαλμα του Απόλλωνος Πατρώου από τον ναό του στην Αθηναϊκή Αγορά (περ. 330 π.Χ.) Ο θεός απεικονιζόταν ως κιθαρωδός με χιτώνα, πέπλο και ιμάτιο, αλλά δεν σώζεται η κεφαλή του. Στον Ευφράνορα έχει αποδοθεί και ένα δεύτερο πρωτότυπο άγαλμα, η χάλκινη Αθηνά στο Μουσείο του Πειραιά. O Ευφράνωρ διακρινόταν για το ήθος και τη μεγαλοπρέπεια των εικόνων των θεών που δημιουργούσε και διακρίθηκε επίσης ως ζωγράφος.

Ο Αθηναίος γλύπτης Λεωχάρης, ο οποίος όπως και ο Σκόπας εργάσθηκε στο Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού (περ. 360-350 π.Χ.), διακρινόταν για τα μακριά μέλη και τις θεατρικές στάσεις των μορφών του. Αυτά είναι φανερά για παράδειγμα στο ρωμαϊκό αντίγραφο του Απόλλωνος Belvedere στο Βατικανό, το οποίο ανάγεται σε ένα πρωτότυπο έργο του γλύπτη. 

 

Λέξεις Κλειδιά: Πόθος, Απόλλων Πατρώος, Μαυσωλείο Αλικαρνασσού, Aπόλλων Belvedere.